ενδοστρεφής

ενδοστρεφής
-ής, -ές
βλ. ενδόστροφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδόστροφος — ενδόστροφος, η, ο και ενδοστρεφής, ής, ές και εσωστρεφής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, άνθρωπος με ενδοστρέφεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”